- ἔναυσις
- ἔναυσις, εως, ἡ,A taking from a neighbour,
ὑδάτων τε πηγαίων καὶ πυρός Plu.Cim.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑδάτων τε πηγαίων καὶ πυρός Plu.Cim.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐναύσει — ἔναυσις taking fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐναύσεϊ , ἔναυσις taking fem dat sg (epic) ἔναυσις taking fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναύσεις — ἔναυσις taking fem nom/voc pl (attic epic) ἔναυσις taking fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναυσιν — ἔναυσις taking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναυση — η (AM ἔναυσις) άναμμα, ανάφλεξη («πυρὸς ἔναυσιν ἀνθρώπους ἐδίδαξαν», Πλούτ.) νεοελλ. (μεταλλ.) η πρόκληση τής έκρηξης μιας εκρηκτικής ουσίας με έναυσμα … Dictionary of Greek